- χρυσουργοῖς
- χρυσουργέωto be apres opt act 2nd sg (attic epic doric)χρυσουργόςgoldsmithmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξηροκόλλα — ξηροκόλλα, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «σύνθεσίς τις παρὰ τοῑς χρυσουργοῑς» 2. ξυλόκολλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κόλλα] … Dictionary of Greek